Το μέρος μας ...
Πόσο όμορφα είναι εδώ ...
Αυτό το μέρος πάντα με ηρεμούσε . Ο ήχος των κυμάτων που σκάνε ορμητικά πάνω στα βράχια σαν να θέλουν να τα διαλύσουν κι άλλοτε ήρεμα σαν να θέλουν απλώς να τα δροσίσουν . Γεύομαι στον αέρα την αλμύρα της θάλασσας καθώς πέφτει το σούρουπο .
Ο Ήλιος έχει σχεδόν βυθιστεί μέσα στο νερό και έχει χαρίσει απλόχερα ένα μαγικό χρώμα στα πριν από λίγο γαλανά νερά της θάλασσας.
Εδώ ήταν πάντα το καταφύγιο μου, χάρες, λύπες , χειμώνες, καλοκαιριά όλα εδώ. Ερχόμουν κάθε φορά που ήθελα να απομονωθώ, να μιλήσω με τον εαυτό μου.
Δεν ήμουν πάντα μονή μου, κάποιες φορές τύχαινε να κατεβαίνουν κάποιοι ψαράδες και η αλήθεια είναι ότι με κοιτούσαν απορημένοι . Δεν είναι και πολύ συνηθισμένο σε αυτό το μέρος να βλέπουν μια γυναικά μονή της.
Και τώρα είναι ένας ψαράς που ετοιμάζεται να ρίξει το καλάμι του σε εκείνο το σημείο που δεν έχει βράχια . Δεν με κοιτάει όμως ... ίσως να μη μπορεί να με δει.
Θυμάμαι το πρώτο μας ραντεβού το είχαμε δώσει εδώ . Τον περίμενα μέσα στο αυτοκίνητο γιατί φοβόμουν να κατεβώ, ήταν η πρώτη φορά που βρισκόμουν σ αυτή την απομονωμένη παραλία. Δεν την ήξερα, είχα ακολουθήσει τις οδηγίες του και είχα φτάσει πρώτη. Μαγεύτηκα από την ομορφιά του τοπίου. Μαγεύτηκα και από εκείνον. Από το πρώτο μας φιλί που σφράγισε αυτόν τον έρωτα . Είχε γίνει το ́ ́μέρος μας ́ ́ έτσι το λέγαμε.
Εκείνος είχε μεγαλώσει σε αυτήν την παράλια , εδώ έκανε το πρώτο του τσιγάρο με τους φίλους του στα εφηβικά του χρόνια, ίσως εδώ να είχε φέρει και κανένα κοριτσάκι ως νεαρός κι ας μη μου το παραδέχτηκε ποτέ όσες φορές τον ρωτούσα με διάθεση να τον πειράξω .
Κάθε φορά που ένιωθα την ανάγκη να είμαι κοντά του άλλα δεν γινόταν να τον δω, ερχόμουν εδώ . Έπαιζα στις οθόνες του μυαλού μου ξανά και ξανά τις στιγμές που είχαμε ζήσει. Τα όμορφα λόγια που είχαμε μοιραστεί. Γέμιζα τις μπαταρίες μου και γυρνούσα πίσω. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μια φορά που είχαμε τσακωθεί, πήρα το αμάξι και ήρθα, του έστειλα έναν μήνυμα ́ ́θα είμαι εκει ́ ́ αυτό μόνο. Λίγη ώρα μετά άκουσα το αυτοκίνητο του, με πλησίασε και με έκλεισε στην αγκαλιά του. Μείναμε εκεί αγκαλιασμένοι να ατενίζουμε τον ορίζοντα, δεν χρειάστηκε να μιλήσουμε, να δικαιολογηθούμε, έτσι άπλα έγιναν όλα όπως πριν.
Παρόλο που είναι Δεκέμβρης και ο καιρός είναι παγωμένος , εγώ δεν νιώθω να κρυώνω και φοράω μονό ένα λευκό καλοκαιρινό φόρεμα . Τα μαλλιά μου είναι λυτά και βρεγμένα . Είμαι ξυπόλυτη καθισμένη στα βράχια με τα ποδιά μου να ακουμπούν το νερό της θάλασσας μα δεν το νιώθω .
Πέρασε η ώρα, ο Ήλιος σχεδόν έχει εξαφανιστεί. Το σκοτάδι έχει αρχίσει να πέφτει γύρω μου και τα φώτα από τον δρόμο που οδηγεί στην Ανάβυσσο έχουν ανάψει. Ο δρόμος που οδηγεί σε εκείνον , φωτισμένος σαν να με καλεί να πάω κοντά του, άλλα δεν μπορώ.
Ένα αυτοκίνητο έχει σταματήσει λίγα μετρά πιο πέρα και ένας άνθρωπος πλησιάζει προς το μέρος μου. Τι μπορεί να ζητάει κάποιος τέτοια ώρα εδώ;
Αποκλείεται, δεν μπορεί να είναι αλήθεια αυτό που βλέπω. Δεν γίνεται να είναι αυτός. Μα που πάει ; Τον βλέπω να κατευθύνεται στην άκρη της παραλίας κρατώντας μια ανθοδέσμη. Ανάβει ένα κερί και στέκεται ακίνητος. Είναι εκείνος , είναι ο άντρας μου, φωνάζω το όνομα του μα δεν γυρνάει. Τρέχω κοντά του, τον κοιτάζω μέσα στα ματιά και του μιλάω. Δεν με βλέπει. Το πρόσωπο του συσπάται από τους λυγμούς, κλαίει με αναφιλητά . Μα τι έπαθε ; Απλώνω το χέρι μου να τον αγγίξω και διαπερνώ το σώμα του. Δεν έχω άγγιγμα ... πιάνω το κορμί μου, τσιμπάω με δύναμη το χέρι μου και δεν νιώθω πόνο. Περνάει από μέσα μου και σταματάει στην άκρη του βράχου , αρχίζει να σκορπάει ένα ένα τα λουλούδια από την ανθοδέσμη. Κρίνα .. τα αγαπημένα μου λουλούδια .
Ο ήχος της θάλασσας έχει γίνει ένα με τον σπαραγμό του . Κάτι ψελλίζει άλλα δεν μπορώ να τον ακούσω. Τον πλησιάζω και καταφέρνω να ξεχωρίσω κάποια λόγια του ́ ́Συγνώμη κοριτσάκι μου ... εγώ φταίω ... σ αγαπώ ... μου λείπεις ... ́ ́
Γονατίζει και κρύβει το πρόσωπο του μες στα χέρια του συνεχίζοντας να κλαίει .
Έχω πέντε μήνες να τον δω ... Την τελευταία φορά που βρεθήκαμε ήταν στο σπίτι μου , εκείνη την ήμερα που μου είπε ότι δεν θέλει να γεννηθεί το παιδί μας. Ότι δεν είναι έτοιμος για κάτι τέτοιο και ότι θα ήταν καλύτερα να χωρίσουμε. Τότε που με δάκρυα στα ματιά τον παρακαλούσα να μην μου το κάνει αυτό, έπεφτα στα ποδιά του τον ικέτευα και εκείνος άνοιξε την πόρτα και έφυγε . Το μονό που θυμάμαι είναι ότι όταν άνοιξα τα ματιά μου ήμουν στο νοσοκομείο. Είχα χάσει το παιδί μας, είχα χάσει κ αυτόν ...
Δυο μέρες μετά βρέθηκα εδώ .. στο μέρος μας. Βούτηξα στη θάλασσα κ άρχισα να κολυμπάω , μέχρι που δεν είχα άλλη δύναμη και άφησα το κορμί μου να βυθιστεί. Ένιωθα το νερό να μου κόβει την ανάσα, να γεμίζει τα πνευμόνια μου. Ένιωθα γαληνή ...
K.Γ